Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Εν Ιορδάνη, Γιάννη μωρέ Γιάννη

Μια φορά, ο παπά-Γιάννης Καραμηνάς, γνωστός και μή εξαιρετέος εφημέριος της Παναγίας, είχε βγεί με ένα βοηθό του να αγιάσει με την αγιαστούρα του κα ι τη βρεχτούρα του. Πήγανε και σε ένα πλούσιο σπίτι του οποίου οι νυκοκυρέοι φημίζονταν για την καρμιριά τους . Αυτοί όλο κλαιγόντουσαν και κάνανε το ζαβοκακόμοιρο. Οι γείτονες τους ξέρανε, αλλά παράλληλα τους πηγαίνανε και διάφορα καλούδια (τηγανίτες, μπουρέκια κλπ), γιατί εκείνοι δεν ξέρανε να τα φτιάξουνε λέει... Λοιπόν, καθώς ο παπά-Γιάννης άγιαζε, μπήκε και στο κελάρι το οποίο ήτανε φίσκα στα τουλουμοτύρια, τις στάμνες με τις σταφίδες, τα καπακλίκια με το μέλι, τα λουκάνικα, τις αρμαθιές ξερές ντομάτες κλπ. Μμμ, είπε μέσα του, βρε εδώ έχει πράμα...Αρχίζει λοιπόν δυνατό το ψάλσιμο ως εξής: Εν Ιορδάνη, Γιά ννη μωρέ Γιάννη, άρπαξ΄ λουκανίκα, χώστην μέσ΄στη μανίκα... Ο Γιάννης ο βοηθός του δηλαδή, να αρπάξει μια αρμαθιά λουκάνικα και να τα χώσει μέσα στα φαρδομάνικα του παπά. Το γεγονός, το είπε ο ίδιος ο παπάς στο καφενείο , ανάμεσα στα καθημερινά αστεία και πειράγματα. Φυσικά, δεν πήρανε λουκάνικα, αλλά έμεινε τον "Εν Ιορδάνη Γιάννη μωρέ Γιάννη...", να αναφέρεται πλέον σαν ανέκδοτο.